- αλημέριαστος
- η , ο не нашедший пристанища, убежища
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αλημέριαστος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει λημέρι: Οι αντάρτες ήταν αλημέριαστοι και νηστικοί. 2. τοποθεσία που δεν είναι κατάλληλη για λημέρι: Αποφάσισαν να φύγουν, γιατί ο τόπος εκεί ήταν αλημέριαστος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αλημέριαστος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει λημέρι, υπαίθριο καταφύγιο ή τόπο ασφαλούς διαμονής 2. αυτός που δεν βρήκε τόπο κατάλληλο για να περάσει την ημέρα ή τη νύχτα του 3. (για τόπο) αυτός που δεν έχει λημέρια, κρησφύγετα 4. (για ζώα) αυτό που δεν έχει φωλιά … Dictionary of Greek